- μαυραγάνι
- τοποικιλία σιταριού που έχει μαύρο άγανο, μαυροσίταρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + άγανο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαυραγάνι — το ιού, ποικιλία σταριού που έχει μαύρα άγανα (μουστάκια), το μαυροσίταρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαυροσίταρο — το μαυραγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρο> + σιτάρι] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
πίτουρα — Παραπροϊόν της αλευροβιομηχανίας. Αποτελείται από το φλοιό των κόκκων των δημητριακών και από υπολείμματα ακοσκίνιστου αλευριού. Ανάλογα με το είδος των δημητριακών που αλέθονται, τα π. είναι από σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, ρύζι, μαυραγάνι κ.ά. Τα π … Dictionary of Greek